παρεμπορεύομαι

παρεμπορεύομαι
παρεμπορ-εύομαι,
A traffic in besides : metaph.,

μικρὰ π. τῆς ἀφροδίτης Alciphr.Fr.6.16

; τὸ τερπνὸν π. yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρεμπορεύομαι — Α 1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού 2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • παρεμπορευσαμέναις — παρεμπορεύομαι traffic in besides aor part mp fem dat pl παρεμπορεύομαι traffic in besides aor part mid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπορευσάμενος — παρεμπορεύομαι traffic in besides aor part mp masc nom sg παρεμπορεύομαι traffic in besides aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπορεύσαιτο — παρεμπορεύομαι traffic in besides aor opt mp 3rd sg παρεμπορεύομαι traffic in besides aor opt mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπόρευμα — εύματος, το, ΝΑ [παρεμπορεύομαι] νεοελλ. ναυτ. μικρής ποσότητας και αξίας εμπόρευμα, το οποίο μεταφέρεται με τη φροντίδα αξιωματικών ή ανδρών τού πληρώματος, χωρίς να καταβληθεί ναύλος ή να γίνει σχετική εγγραφή και το οποίο αποτελεί πηγή άδηλων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”